- ἐξαπίνας
- ἐξᾰπῐνας1 of a sudden
ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.273
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.273
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξαπίνας — ἐξαίφνης on a sudden doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠξαπίνας — ἐξαπίνας , ἐξαίφνης on a sudden doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπίνης — (Α ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας) ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με… … Dictionary of Greek