ἐξαπίνας

ἐξαπίνας
ἐξᾰπῐνας
1 of a sudden

ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.273


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαπίνας — ἐξαίφνης on a sudden doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠξαπίνας — ἐξαπίνας , ἐξαίφνης on a sudden doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπίνης — (Α ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας) ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”